- ανυφαντής
- οθηλ. -άντρα και -αντού ο υφαντής: Στο χωριό τη θεωρούσαν την καλύτερη ανυφάντρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνυφάντης — one who weaves anew masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανυφαντής — Επώνυμο εθνικών αγωνιστών. 1. Α. ο Βυζαριανός (18ος αι.). Αρματολός από το χωριό Βυζάρι της επαρχίας Αμαρίου, στην Κρήτη. Νέος κατέφυγε στη Γαλλία, όπου κατατάχθηκε στον στρατό του Μεγάλου Ναπολέοντα και πήρε μέρος στην εκστρατεία της Αιγύπτου… … Dictionary of Greek
αλυφαντής — Αρματολός που καταγόταν από την Αρκαδία. Σκοτώθηκε από τους Τούρκους πριν αρχίσει η Επανάσταση, στον Άγιο Αθανάσιο στα Τρίκορφα. * * * ο ο ανυφαντής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τ. ανυφαντής με ανομοίωση] … Dictionary of Greek
αράχνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη… … Dictionary of Greek
υφαντής — ο θηλ. υφάντρια και υφάντρα και φάντρα και ανυφάντρα τεχνίτης ειδικός στην υφαντική (βλ. λ.), ο ανυφαντής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)